- αλαργογείτονας
- οο μακρινός γείτονας.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλάργος + γείτονας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλάργος — ο ο αλαργινός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αλάργα. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλαργογείτονας, αλαργοτάξιδος] … Dictionary of Greek